- ἐξαγορία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 PSal 9,6cure by confession
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εξαγορία — και εξαγοριά και ξαγοριά, η (Μ ἐξαγορία) 1. μετάνοια, μεταμέλεια 2. συγχώρηση αμαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορεύω (πρβλ. αναγορεύω αναγόριο, φεύγω φευγιό κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἐξαγορίας — ἐξαγορίᾱς , ἐξαγορία excantation fem acc pl ἐξαγορίᾱς , ἐξαγορία excantation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγορίαν — ἐξαγορίᾱν , ἐξαγορία excantation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγοριῶν — ἐξαγορία excantation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγορίαις — ἐξαγορία excantation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαγοριά — η βλ. εξαγορία … Dictionary of Greek